- χοϊεῖος
- χοϊεῖος, α, ον,A holding one χοῦς, PCair.Zen.61.3, PSI5.535.15 (both iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοϊείος — εία, ον, Α αυτός που έχει την περιεκτικότητα ενός χου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόος / χοῦς (Ι) «μέτρο υγρών» + κατάλ. ιεῖος (πρβλ. μην ιεῖος, ταλαντ ιεῖος)] … Dictionary of Greek